- ματαιοφωνία
- ματαιοφωνία, ἡ (ΑM) [ματαιόφωνος]ανόητος και μάταιος λόγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ματαιοφωνία — ματαιοφωνίᾱ , ματαιοφωνία idle talk fem nom/voc/acc dual ματαιοφωνίᾱ , ματαιοφωνία idle talk fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιοφωνίας — ματαιοφωνίᾱς , ματαιοφωνία idle talk fem acc pl ματαιοφωνίᾱς , ματαιοφωνία idle talk fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιοφωνίαν — ματαιοφωνίᾱν , ματαιοφωνία idle talk fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)